καταφιλονεικώ

καταφιλονεικώ
(Α καταφιλονεικῶ, -έω)
(επιτ. τ. τού φιλονεικώ) νεοελλ. (για πρόσ.) φιλονεικώ έντονα, με πείσμα
αρχ.
αμφισβητώ κάτι τελείως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταφιλονεικῶ — καταφιλονεικέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) καταφιλονεικέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”